Κρόνιος

From LSJ
Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρόνιος Medium diacritics: Κρόνιος Low diacritics: Κρόνιος Capitals: ΚΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: Krónios Transliteration B: Kronios Transliteration C: Kronios Beta Code: *kro/nios

English (LSJ)

α, ον, (Κρόνος)

   A of Cronos or Saturn, ὦ Κρόνιε παῖ A.Pr.577, Pi.O.2.12; K. ἅλς the Adriatic, A.R.4.327, 509; but K. πόντος the North Sea, Orph.A.1081.    b Astrol., Κρόνιον ὄμμα εἰς τὸν οἶκον ἐνέσκηψε, i.e. disaster, Hld.2.24.    2 Κρόνια (sc. ἱερά), τά, festival of Cronos at Athens on the twelfth of Hecatombaeon (hence called μὴν Κρόνιος, Plu.Thes.12); ὄντων Κρονίων D.24.26; K. ἐνστάντων Alciphr.3.57; later, = Lat. Saturnalia, D.H.4.14, Plu.2.272e, etc.    3 Κρόνιον (sc. ὄρος), τό, the hill of Cronos, near Olympia, Pi.O.1.111; = Lat. templum Saturm, D.C. 45.17.    4 Κρόνιον, τό, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73.    II = Κρονικός 11, Κρονίων ὄζειν to smell of the dark ages, Ar.Nu.398, cf. Sch.ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

Κρόνιος: -α, -ον, (Κρόνος)· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Κρόνον, ὁ τοῦ Κρόνου, ὦ Κρόνιε παῖ Αἰσχύλ. Πρ. 577, Πινδ. Ο. 2. 23· Κρ. ἅλς, ἡ Ἀδριατικὴ θάλασσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 327, 509. 2) Κρόνια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Κρόνου τελουμένη κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος (ὅστις ποτὲ ἐκαλεῖτο μὴν Κρόνιος, Πλουτ. Θεμ. 12)· ὄντων Κρονίων κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Κρονίων, Δημ. 708. 13· Κρ. ἐνστάντων Ἀλκίφρων 3. 57· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· εἰς μεταγενεστέρους χρόνους τὰ Κρόνια ἦσαν τὰ παρὰ Ρωμαίοις Saturnalia· ὅθεν, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, αἱ ἡμέραι τῶν Σατουρναλίων, Πλουτ. Κικ. 18· οὕτω, ἡ Κρονικὴ ἑορτὴ Πλουτ. Πομπ. 34. 3) Κρόνιον (ἐξυπ. ὄρος), τό, λόφος τοῦ Κρόνου ἐν Ὀλυμπίᾳ, Πινδ. Ο. 1. 179, πρβλ. 5. 40., 9. 4, κτλ. ― ὡσαύτως (ἐξυπακουομ. τοῦ τέμενος) τὸ ἱερὸν αὐτοῦ, Δίων Κ. 45. 17. ΙΙ. ὡς τὸ Κρονικός, ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, Κρονίων ὄζειν, ἔχειν ὀσμὴν παλαιῶν χρόνων, «οἷον ἀρχαϊκῆς εὐηθείας ὀδωδὼς» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 398.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. adj. de Cronos, càd :
1 qui descend de Cronos;
2 propre à Cronos : μὴν Κρόνιος PLUT le mois des fêtes de Cronos, càd le mois Hécatombæon, à Athènes;
3 comique qui date de l’époque de Cronos;
II. subst.
1Κρόνιος le fils de Cronos (Zeus);
2 τὸ Κρόνιον (ὄρος) le mont de Cronos, à Olympie;
3 τὰ Κρόνια les fêtes de Cronos, à Athènes ; à Rome les Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.