ἀντερείδω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A set firmly against, χειρὶ χεῖρ' ἀντερείσαις clasping hand in hand, Pi.P.4.37; but ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀν[τ]ερείδων Id.Pae.6.87; ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp.702; ἀ. ξύλα [τῷ πύργῳ] set wooden stays or props against it, X.HG5.2.5; ἀ. βάσιν plant it firm, S.Ph.1403; λίθοι οἱ-οντες τὰς περιφερεῖς στέγας springers of a vault, Demetr.Eloc.13. II intr., stand firm, resist pressure, offer resistance, opp. ὑπείκω, X.Cyr.8.8.16, cf. Cyn.10.16, Pl.Ti.45c, Arist. MA698b18, Epicur.Fr.76 bis; exert counter-pressure, θέναρι ἀ. Hp. Fract.14; τὸ ὠθούμενον ἀ. ὅθεν ὠθεῖται offers resistance in the direction from which the pressure comes, Arist.Mech.858a26; πρός or περί τι, Plu.2.924d, 923e. 2 metaph., exert mutual pressure, of contending politicians, Phld.Rh.2.51 S. (dub.); simply, argue against, Sor.2.57.
German (Pape)
[Seite 247] 1) entgegenstämmen, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις Pind. P. 4, 37; δόρυ τινί Eur. Suppl. 724; βάσιν, fest auftreten, Soph. Phil. 389; ξύλα τινί. durch Balken stützen, Xen. Hell. 5, 2, 5. – 2) intrans., sich entgegenstellen, Widerstand leisten. Plat. Tim. 45 c; Xen. Cyr. 8, 8, 16; τινί, Plut. Num. 20; πρός τι, Pol. 40, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντερείδω: στηρίζω ἐπὶ ἄλλου, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις, συνάψας χεῖρα μὲ χεῖρα, Πινδ. Π. 4. 65· ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ Εὐρ. Ἱκ. 702· ἀντ. ξύλα [τῷ πύργῳ], θέτω ξύλινα ὑποστηρίγματα εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀντ. βάσιν, τοποθετῶ στερεῶς, Σοφ. Φ. 1403. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι σταθερός, ἀνθίσταμαι εἰς πίεσιν, παρέχω ἀντίστασιν, ἀντίθ. τῷ ὑπείκω, Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, πρβλ. Κυν. 10. 16, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ἀριστ., κτλ.· θέναρι ἀντ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· τὸ ὠθούμενον ἀντ. ὅθεν ὠθεῖται, παρουσιάζει ἀντίστασιν πρὸς τὸ μέρος ἐξ οὗ πιέζεται, Ἀριστ. Μηχαν. 34. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 tr. appuyer contre, arc-bouter : ξύλα XÉN appuyer des étais (contre une tour);
2 intr. tenir ferme contre, offrir de la résistance à, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: ἀντί, ἐρείδω.
English (Slater)
ἀντερείδω
1 put out τι to meet τινι. χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις (P. 4.37) ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων i. e. pitting his strength against (Pae. 6.88)