βαθύμαλλος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον,
A thick-fleeced, Pi.P.4.161, App.Mith. 103.
German (Pape)
[Seite 424] dicht-, langwollig, δέρμα κριοῦ Pind. P. 4, 161; κώδια App. Mithrid. 103.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, Πίνδ. Π. 4. 286, Ἀππ. Μιθρ. 103.
English (Slater)
βᾰθῠμαλλος
1 deep-fleeced δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” (P. 4.161)