Βάττος
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Battos :
1 roi de Cyrène;
2 général corinthien;
3 autres.
Étymologie: DELG onomatopée.
English (Slater)
Βάττος also called Aristoteles, of Thera, son of Polymnestos, founder of Cyrene on Apollo's instructions.
1 ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6) ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων (P. 4.280) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος (P. 5.55) εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (P. 5.124)