καλλίροος
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
ον, poet. for καλλίρροος (q. v.):—also καλλῐρόας, B. 10.26,96, Inscr.Prien.376.
German (Pape)
[Seite 1311] dasselbe, vgl. καλλίῤῥοος; Od. 5, 441. 17, 206; Δίρκη Pind. I. 7, 19; πνοαί, vom Flötenspiel, Ol. 6, 83.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίροος: ον ποιητ. ἀντὶ καλλίρροος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
c. καλλίρροος.
English (Slater)
1 flowing beautifully μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα (-αισιν Π: -οισι codd.) (O. 6.83) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ (I. 8.19)