ἁλιερκής
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ές,
A sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9; ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18.
German (Pape)
[Seite 96] ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσθμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχθη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιερκής: -ές, ὁ ἔχων ὅρκος τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
enfermé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἕρκος.
English (Slater)
ᾰλῐερκής
1 sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) (O. 8.25) ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)