ἀργυρόω

From LSJ
Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόω Medium diacritics: ἀργυρόω Low diacritics: αργυρόω Capitals: ΑΡΓΥΡΟΩ
Transliteration A: argyróō Transliteration B: argyroō Transliteration C: argyroo Beta Code: a)rguro/w

English (LSJ)

   A to cover with silver, ὀστέον Dialex.2.13; βωμόν IG3.899.4: —Pass., to be silvered, silver-plated, ῥύπος ἠργυρωμένος Men.Mon.469; ἀργυρούμενα ἢ ἐνηργυρωμένα σκεύη Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.97.4.    II metaph. of persons, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις rewarded with silver wine-cups, Pi.N.10.43; also ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα songs with silvered brow, i.e. mercenary, Id.I.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόω: καλύπτω δι’ ἀργύρου, «ἀσημώνω» Συλλ. Ἐπιγρ. 435: ― ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ παθητ. ἐπαργυροῦμαι, «ἀσημώνομαι», ῥύπος ἠργυρωμένος Μενάνδρ. Μονόστ. 469: παρὰ Πινδ. ἐπὶ προσώπων, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις, ἀνταμειφθέντες δι’ ἀργυρῶν ποτηρίων οἴνου, Ν. 10. 80· οὕτως, ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα, ᾠδαὶ ἔχουσαι ἄργυρον ἐπὶ τῶν προσώπων, δηλ. μισθωταί, ὤνιοι, εὐτελεῖς, Ι. 2, 13.

English (Slater)

ἀργῠρόω
   1 besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ τοῦ τοὺς γράφοντας ἀργύριον λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)

English (Slater)

ἀργῠρόω
   1 besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ τοῦ τοὺς γράφοντας ἀργύριον λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)