ἀπάτερθε
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
[πᾰ], before a vowel ἀπάσχολ-θεν, Adv.
A apart, aloof, ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. Thgn.1059, Pi.O.7.74. II as Prep. c.gen., far away from, ἀπάτερθεν ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153; γόων ἀ. IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 281] vor Vokalen ἀπάτερθεν, abgesondert, ganz gesondert, wie ἄτερθε, absolut Hom. Iliad. 2, 587. 18, 217; c. gen. 5, 445 ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν; ἔχω Pind. Ol. 7, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτερθε: πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., χωρίς, χωριστά, μακράν, ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπάτερθεν.