ὑπάργυρος

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάργυρος Medium diacritics: ὑπάργυρος Low diacritics: υπάργυρος Capitals: ΥΠΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: hypárgyros Transliteration B: hypargyros Transliteration C: ypargyros Beta Code: u(pa/rguros

English (LSJ)

ον,

   A having silver underneath: hence,    I of rocks and the like, containing silver, veined with silver, πέτρα, χθών, E.Cyc.294, Rh.970; γῆ, λόφοι, X.Vect.1.5, 4.2: metaph. of men, containing a proportion of silver, Pl.R.415c; cf. ὑποσιδηρος.    2 silver underneath, of gilded plate, πρόσωπον ὑ. κατάχρυσον IG12.280.76, cf. 92.60, al.; κρατὴρ ὑ. ἐπίτηκτος ib.22.1388A44; τὰ ὑ. χρυσία, of false gold coins, S.E.P.2.30, cf. Poll.7.104; ὑπέλαβον ἑαυτοὺς εἶναι τοὺς ὑπαργύρους καὶ ὑποχρύσους θεούς, νομίσματος κεκιβδηλευμένου τὸν τρόπον Ph.1.542.    3 silver-plated, δακτύλιοι Inscr.Délos 298.40 (iii B. C.), 442B61 (ii B. C.).    II sold or hired for silver, mercenary, venal, φωνά Pi.P.11.42; ὑπάργυρα λέγειν Tz.H.8.828: cf. καταργυρόω 11.    2 = κινάμωμον, Hsch. (prob. so called because worth its weight in silver).

German (Pape)

[Seite 1183] unterwärts Silber habend, von Silber gemacht u. vergoldet; χρυσία S. Emp. pyrrh. 2, 30; – silberhaltig, ἐν ἄντροις τῆσδ' ὑπαργύρου χθονός Eur. Rhes. 970; πέτρα Cycl. 293; vgl. Plat. Rep. III, 415 c; – versilbert, gegen Silber verkauft, φωνά Pind. P. 11, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάργῠρος: -ον, ὁ ἔχων ἄργυρον κάτωθεν· ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ πετρῶν καὶ τῶν τοιούτων, περιεχουσῶν ἄργυρον, ἐχουσῶν φλέβας ἀργύρου, ὑπάργυρος πέτρα Εὐρ. Κύκλ. 294· ὑπάργυρος χθὼν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 970· γῆ, λόφοι Ξεν. Πόροι 1, 5., 4, 2· ― ἐπὶ μεταλλικῶν οὐσιῶν περιεχουσῶν μέρος ἀργύρου, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 415C, πρβλ. ὑποσίδηρος. 2) ὁ ἔχων ἄργυρον κάτωθεν, ἐπὶ ἐπιχρύσων σκευῶν, πρόσωπον ὑπ. κατάχρυσον Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7· κρατὴρ ὑπ. ἐπίτηκτος αὐτόθι 150Α. 43, πρβλ. 151. 23· τὰ ὑπ. χρυσία, ἐπὶ κιβδήλων χρυσῶν νομισμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 230, Πολυδ. Ζ΄, 104. ΙΙ. ὁ πωληθεὶς ἢ μισθωθεὶς δι’ ἀργυρίου, μισθωτός, ὤνιος, εἰ μισθῷ συνετίθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον Πινδ. Π. 11. 65· λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει Τζέτζ. Ἱστ. 8. 228, πρβλ. καταργυρόω ΙΙ. 2) ὁ ἔχων ἀξίαν ἴσην πρὸς τὸ βάρος αὐτοῦ εἰς ἄργυρον, «ὑπάργυρον· τὸ κινάμωμον» Ἡσύχ., ἴδε Salmas εἰς Hist. Ang. 2. 546.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient de l’argent.
Étymologie: ὑπό, ἄργυρος.

English (Slater)

ὑπάργῠρος
   1 crossed with silver Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ( silver inlaid implying for hire : v. Schadewaldt, 284̆{5}; van Groningen, Comp. Litt., 361 n. 1) (P. 11.42)