ἀγανοβλέφαρος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A mild-eyed, Πειθώ Ibyc.5, cf.AP9.604 (Nossis).
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, holdäugig, Noss. 9 (IX, 604); Πειθώ Ibyc. frg. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰνοβλέφαρος: -ον, ὁ γλυκεῖς ἔχων ὀφθαλμούς, Πειθώ, Ἴβυκ. 4., Ἀνθ. Π. 9. 604.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au doux regard.
Étymologie: ἀγανός, βλέφαρον.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνοβλέφᾰρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de ojos benévolos Πειθώ Ibyc.7.3
•subst. ἡ ἀ. AP 9.604 (Noss.).