ἅγνευμα
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
τό,
A chastity, E.Tr.501.
German (Pape)
[Seite 17] τό, Keuschheit, Eur. Fr. 500 El. 554.
Greek (Liddell-Scott)
ἅγνευμα: τό, (ἁγνεύω) ἁγνὴ διαγωγή, καθαρότης, Εὐρ. Τρῳ. 501.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chasteté.
Étymologie: ἁγνεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
voto de castidad, pureza ἅ. ἔχων τι θεῖον E.El.256, οἵαις ἔλυσας συμφοραῖς ἅγνευμα σόν ref. a Casandra, E.Tr.501.