ἀδάρκη
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ἡ, or ἀδάρκης, ὁ,
A salt efflorescence on the herbage of marshes, Dsc.5.119, Damocr. ap. Gal.13.105: ἄδαρκος, ὁ, Gal.12.370; Dim. ἀδάρκιον, τό, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδάρκη: ἡ, ἢ ἀδάρκης, ὁ, καλαμάχνη, ἁλμυρόν παράσιτον ἐπάνθισμα ἐπὶ φυτῶν τῶν ἑλῶν, Διοσκ. 5. 137· «ἀδάρκη, οἷον ἀφρός τίς ἐστιν ὕδατος ἁλμυροῦ περιπεπηγὼς φορητοῖς τε καὶ καλάμοις, Παῦλ. Αἰγιν. - ὡσαύτως λέγεται καὶ ἄδαρκος, ὁ, Δαμοκρ. παρὰ Γαληνῷ. - Ὑποκορ. ἀδάρκιον, τό, Γαλην., πρβλ. Σαλμάσιον εἰς Σωλῖνον 918.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lat. adarca Plin.HN 16.167, 32.140; adarcē, adarcēs Veg.Mul.2.86.3, 2.112.2, 3.28.15
adarce, salitre de las plantas de las marismas Plin.ll.cc., Gal.12.370, 391, PHarris 98.7 (IV d.C.). Veg.Mul.ll.cc.