ἐπάνθισμα

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνθισμα Medium diacritics: ἐπάνθισμα Low diacritics: επάνθισμα Capitals: ΕΠΑΝΘΙΣΜΑ
Transliteration A: epánthisma Transliteration B: epanthisma Transliteration C: epanthisma Beta Code: e)pa/nqisma

English (LSJ)

-ατος, τό, lit. efflorescence: hence ἀφρῶδες ἐ. coloured froth, Hp.Prorrh.1.21, cf. Aret.SD1.11.

German (Pape)

[Seite 902] τό, das wie die Blüte sich obenauf Befindende, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνθισμα: τό, τὸ ὡς ἄνθος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ἐπιπολάζον, ἐπὶ τοῖσι χολώδεσι... διαχωρήμασι τὸ ἀφρῶδες ἐπάνθισμα κακὸν Ἱππ. Προρρ. 69.

Greek Monolingual

το (Α ἐπάνθισμα) επανθίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.) επάνθημα, λεπτό απόθεμα ορυκτών ουσιών πάνω στην επιφάνεια του εδάφους
αρχ.
1. αυτό που βρίσκεται πάνω πάνω σαν άνθος
2. τα φιλοδωρήματα που προσέφεραν στους ιερείς, τα «τυχερά».