ἀτέλεια

From LSJ
Revision as of 11:56, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέλεια Medium diacritics: ἀτέλεια Low diacritics: ατέλεια Capitals: ΑΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: atéleia Transliteration B: ateleia Transliteration C: ateleia Beta Code: a)te/leia

English (LSJ)

Cret. ἀτέλεα GDI5040.22, ἡ:—

   A incompleteness, imperfection, Arist.Ph.261a36, GA758b20, Mete.380a31, Thphr.CP4.13.1.    II exemption from public burdens (τέλη), ἀ. στρατηΐης καὶ φόρου Hdt.3.67; ἔδοσαν Κροίσῳ . . ἀτελείην καὶ προεδρίην Id.1.54, cf. 9.73, D.20.47; ἁπάντων ib.60; τοῦ ἄλλου (sc. φόρου) IG1.40; μετοικίου ib.2.121; στρατείας ib.551; ὧν ἂν εἰσάγῃ ἢ ἐξάγῃ OGI10.13; ἐς τὴν ἀ. to purchase immunity, IG2.570; ἀ. τινὸς ποιεῖν Alex.276.6; εὑρέσθαι, ἔχειν, enjoy it, D.20.1,19: generally, τοιούτων πραγματειῶν ἀ. Isoc.12.147; ἀ. ἐπικραίνειν confirm immunity, A.Eu.362; ἐξ ἀτελείας without payment, gratis, D.59.39, Philonid.1 D., Poll.4.46.

German (Pape)

[Seite 384] ἡ, ion. ἀτελείη u. ἀτεληΐη, 1) Unvollkommenheit, Theophr. – 2) Freiheit von Staatslasten u. Abgaben, στρατηΐης καὶ φόρου Her. 3, 67 u. öfter; ἔργων Isocr. Busir. 9; vom Wachtdienst u. dgl., Xen. An. 3, 3, 18; Dem. Lpt. 1 u. öfter; ἐξ ἀτελείας, umsonst, Dem. 59, 39; vgl. Böckh Staatshaush. 1 p. 73 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέλεια: Ἰων. ­­-ίη, ἡ, ἡ ἔλλειψις τελειότητος, Ἀριστ. Φυσ. 8. 7, 15, Γεν. Ζ. 3. 9, 7, Μετεωρ. 4. 2, 7, Θεοφρ. αἰτ. Φ. 4. 13, 1. II. ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν τελῶν καὶ τῶν λειτουργιῶν (Λατ. immunitas) παρεχομένη εἰς τοὺς ὑπηρετήσαντας τὴν πόλιν ἐπαξίως τῆς τοιαύτης τιμῆς, ἀτ. στρατηΐης καὶ φόρου Ἡρόδ. 3. 67· Δελφοὶ δέ… ἔδοσαν Κροίσῳ καὶ Λυδοῖσι προμαντηΐην καὶ ἀτελείην καὶ προεδρίην ὁ αὐτ. 1. 54, πρβλ. 9. 73, Δημ. 471. 10., 475, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, κτλ.· ἐς τήν ἀτέλειαν, πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς ἀτελείας των, Συλλ. Ἐπιγρ.82· ἀτ. τινὸς ποιεῖν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 6· εὑρέσθαι, ἄγειν, ἀπολαύειν αὐτῆς Δημ. 457, 9., 462. 25, κτλ.· καθόλου, τοιούτων πραγματειῶν ἀτ. Ἰσοκρ. 263G· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 363, ἀτέλειαν θεῶν ἐπικραίνειν, τὴν ἐξαίρεσιν αὐτῶν ἀπὸ πάσης ἐνοχλήσεως, ἴδε Ἑρμάννου Πονημάτ. 6, 2, σ. 70· ἐξ ἀτελείας, ἄνευ πληρωμῆς, δωρεάν, Δημ. 1358, 11, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 46.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
« atélie » ou exemption d’impôts ou en gén. de charges.
Étymologie: ἀτελής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -είη Hdt.3.67

• Morfología: [lesb. ac. sg. ἀτέληαν IG 12.Suppl.125.10, 18 (Ereso II a.C.)]
I 1c. gen. subjet. no cumplimiento, exención θεῶν ... ἀτέλειαν el incumplimiento por parte de los dioses A.Eu.361.
2 c. gen. obj. exención de prestaciones públicas, inmunidad ἀ. στρατηίης καὶ φόρου Hdt.l.c., λειτουργιῶν D.20.1, 18, cf. Hsch., τῶν μὲν τοιούτων πραγματειῶν Isoc.12.147
esp. exención de tasas junto a otros privilegios προμαντηίη καὶ ἀ. καὶ προεδρίη Hdt.1.54, εἴ τοι δέδοται ὑπὸ τō δε̄́μο τō Ἀθɛ̄ναίον ἀ. IG 13.40.55 (V a.C.), προξενία, εὐεργεσία, ἀ. ἁπάντων D.20.60, εἶναι δὲ αὐτῶι ἀτέλειαν ὧν ἂν εἰσάγηται ἢ ἐξάγηται εἰς τὸν ἴδιον οἶκον IEphesos 1452.4 (IV/III a.C.), τιμαὶ καὶ ἀ. Plu.2.860b, εἶναι δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ γυναικὶ καὶ ἐκγόνοις πασῶν τῶν συμβολῶν IG 12(7).22.27 (Arcesine III a.C.), ἡμέραι ἀτελείας LXX 1Ma.10.34, ἀτέληαν τᾶς ... μαγειρηίας IG l.c., cf. Is.5.47, X.An.3.3.18, UPZ 112.6.16 (III a.C.), PPetaus 17.30, 18.29 (II d.C.).
3 ἐξ ἀτελείας gratuitamente D.59.39, Philonid.4.
II 1deficiencia, imperfección τοῦ μεγέθους op. τελειότης Arist.Ph.261a36, τῶν σπερμάτων Thphr.CP 4.13.1.
2 incapacidad, inutilidad de un órgano, en fórmulas de defixión Schwyzer 167a.A (Selinunte V a.C.).