ἄογκος
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ον,
A notbulky, attenuated, σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.Nat.Hom. 9. 2 immaterial, Syrian. in Metaph.143.22; without mass or bulk, Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.Sent.27: Comp., Dam.Pr.372.
German (Pape)
[Seite 271] ohne Geschwulst; hager, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄογκος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, λεπτός, λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 delgado σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.Nat.Hom.9.5.
2 inmaterial ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.in Metaph.143.22
•que no tiene volumen o masa τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.Sent.27, Dam.Pr.372
•τὸ ἄ. lo que carece de masa corpórea τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26.