βροτοφεγγής
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ές,
A giving light to men, αἴγλη AP9.399.
German (Pape)
[Seite 465] αἴγλη, den Menschen leuchtend, Ep. ad. 597 (IX, 399).
Greek (Liddell-Scott)
βροτοφεγγής: -ές, ὁ παρέχων εἰς τοὺς ἀνθρώπους φῶς, Ἀνθ. II. 9. 399.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui éclaire les mortels.
Étymologie: βροτός, φέγγος.
Spanish (DGE)
-ές que ilumina a los mortales αἴγλη AP 9.399.