ἀμετάγνωστος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
German (Pape)
[Seite 122] nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάγνωστος: -ον, ἀμετάβλητος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, μῖσος Ἰωσήπ. Α. Ι. 1510.1. Περὶ οὗ δὲν λαμβάνει τις ἀφορμὴν νὰ μετανοήσῃ, ἡδονὴ Μάξ. Τίρ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [pero -όν Fronto 1.276]
1 inmutable Poll.6.116, Gloss.2.84.
2 de sentimientos negativos implacable μῖσος I.AI 16.308
•del placer que no produce arrepentimiento, que no pesa ἡδονή Max.Tyr.30.4
•subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento τοῖς δὲ μικροῖς δώροις τό τε συνεχὲς πρόσεστιν καὶ τὸ ἀμεταγνωστόν para los regalos pequeños existe la continuidad y la falta de arrepentimiento Fronto 1.276.