ἐντεσιεργός
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
όν,
A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.
German (Pape)
[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.