ἀνατοιχέω

From LSJ
Revision as of 12:02, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατοιχέω Medium diacritics: ἀνατοιχέω Low diacritics: ανατοιχέω Capitals: ΑΝΑΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: anatoichéō Transliteration B: anatoicheō Transliteration C: anatoicheo Beta Code: a)natoixe/w

English (LSJ)

(τοῖχος)

   A roll from side to side, esp. of sailors in a storm: metaph., Arr.Epict.3.12.7; διατοιχέω is preferred by Phryn.139, Poll.1.114.

German (Pape)

[Seite 211] (τοῖχος), von einer Seite (des Schiffes) auf die andere schwanken; die Gramm. ziehen διατοιχέω vor, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατοιχέω: (τοῖχος) μεταπίπτω ἢ μετακυλίομαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τοίχου (τῆς πλευρᾶς) τοῦ πλοίου εἰς τὸν ἕτερον, ἰδίως ἐπὶ ἐπιβατῶν ἐν καιρῶ τρικυμίας: μεταφ., «ἑτεροκλινῶς ἔχω πρὸς ἡδονήν· ἀνατοιχήσω ἐπὶ τὸ ἐναντίον ὑπὲρ τὸ μέτρον, τῆς ἀσκήσεως ἕνεκα» Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, σ. 379· καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 534· οἱ Γραμμ. προτιμῶσι τὴν γραφὴν διατοιχέω, Λοβ. Φρύνιχ. 161.

Spanish (DGE)

fig. dar tumbos, balancearse como un barco en medio de una tormenta, Arr.Epict.3.12.7
se prefiere διατοιχέω en Phryn.132, Poll.1.114, AB 89.20.