εἰκαιοσύνη
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ἡ,
A thoughtlessness, Timo 36.
German (Pape)
[Seite 726] ἡ, Unbesonnenheit, Eitelkeit, Timon bei D. L. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιοσύνη: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀφροσύνη, ματαιότης, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 5. 11.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
insensatez, frivolidad Ἀριστοτέλους εἰ. Timo SHell.810.