αὐτουργικός
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ή, όν,
A willing or able to work with one's own hand, M.Ant.1.5; industrious, Muson.Fr.11p.57H. II -κή (sc. τέχνη), ἡ, art of making real things, not semblances (εἴδωλα), Pl.Sph. 266d (dub.).
German (Pape)
[Seite 403] zum Selbstarbeiten geschickt, M. Anton. 1, 5; ἡ -ική, sc. τέχνη, die Kunst, die Sachen selbst, nicht Abbildungen davon zu machen, Plat. Soph. 266 d.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτουργικός: -ή, -όν, πρόθυμος ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· ἐπιμελής, ἐργατικός, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. τέχνη) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν ὁμοίωμα (εἴδωλον), Πλάτ. Σοφ. 266D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1ref. a pers. que trabaja con sus manos, industrioso τὸ αὐ. καὶ ἀπολύπραγμον M.Ant.1.5, αὐτουργικοὶ καὶ φιλόπονοι ὄντες Muson.Fr.11.
2 subst. ἡ αὐ. que produce cosas reales op. εἰδωλοποιική Pl.Sph.266d.
II adv. -ῶς con sus propias manos ἔτι δὲ αὐ. προκομίζειν χρὴ ἐκ τοῦ ταμιείου τὰς γυναῖκας ὧν δεοίμεθα Clem.Al.Paed.3.10.49
•sin ninguna ayuda del Creador τὰ τῆς ἀνακτίσεως ... αὐ. αὐτὸς ὑπεδύσατο Leont.H.Nest.M.86.1469B.