αὐτοκέλευστος
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
ον,
A self-bidden, i. e. unbidden, X.An.3.4.5, D.H.8.66, AP5.21 (Rufin.); προθυμία Ph.2.90, al. Adv. -τως Aristeas 92.
German (Pape)
[Seite 398] auf eigenen Befehl, also ungeheißen, von selbst, Xen. An. 3, 4, 5 u. Sp., wie Dion. Hal. 8, 66.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέλευστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ οἰκείας θελήσεως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 5, Διον. Ἁλ. 8. 66, Ἀνθ. Π. 5. 22. ‒ Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. ἀλλ’ ὡσαύτως αὐτοκελευστὶ Φίλων σ. 19. Mai.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit des sa propre volonté, spontané.
Étymologie: αὐτός, κελεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
•tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
•ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.
2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.
3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.