ἐκβλύζω
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A gush out, Orph.L.490 ; οἴνῳ LXXPr.3.10. II trans., cause to gush out, ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255 ; νεκρὸς ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG13.
German (Pape)
[Seite 754] ausquellen, ausfließen, Orph. lith. 484 u. a. Sp. Bei Eust. auch transit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλύζω: ἐκρέω, Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. ἐκχέω, ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξέβλυσα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, βλύζω.
Spanish (DGE)
1 intr. fluir, brotar διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.L.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.Prot.1.5.29, cf. I.AI 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.Ep.365, αἷμα καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A
•rebosar ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX Pr.3.10.
2 tr. hacer brotar, hacer manar ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255.