γυμνότης

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνότης Medium diacritics: γυμνότης Low diacritics: γυμνότης Capitals: ΓΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: gymnótēs Transliteration B: gymnotēs Transliteration C: gymnotis Beta Code: gumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A nakedness, LXXDe.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77.    2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.

German (Pape)

[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nudité.
Étymologie: γυμνός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.