διαθερμασία
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ἡ,
A warming effect, Epicur. Fr.58.
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαθερμᾰσία: ἡ, ἡ ἐντελής, ἰσχυρὰ θέρμανσις, Ἀριστοτ. Προβλ. 2. 36, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109F.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
calentamiento, ardor ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur.Fr.[21.1] 3 (= Plu.2.1109e).