ἀσταθής
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
ές, (ἵσταμαι)
A unsteady, unstable, κινήσεις Phld.Ir.p.26W.; αὖραι AP10.74 (Paul. Sil.), cf. Nonn.D.8.140, al.; διάνοια LXX 3 Ma. 5.39.
German (Pape)
[Seite 374] ές, unstät, αὖραι P. Sil. 71 (X, 74).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰθής: -ές, (ἵσταμαι)· ὁ μὴ σταθερός, ἄστατος, ἀβέβαιος, ὁ ἀεὶ κινούμενος, ἀσταθέεσσι… αὔραις Ἀνθ. Π. 10. 74· κύμασιν ἀσταθέεσιν ἐσύρετο νεκρὸς Νόνν. Δ. 16. 307, καὶ πολλαχοῦ· - ὡσαύτως ἀστάθερος, ον, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
instable, inconstant.
Étymologie: ἀ, ἵστημι.
Spanish (DGE)
(ἀστᾰθής) -ές
1 no constante, irregular κεινήσεις (sic) Phld.Ir.8.34, αὖραι AP 10.74 (Paul.Sil.), ἀῆται Nonn.D.8.140
•fig. διάνοια LXX 3Ma.5.39.
2 que se mueve sin cesar νῆες AP 6.28 (Iul.Aegypt.), ταῦροι Nonn.D.2.406, μήνιγγες Nonn.D.4.386, κύματα Nonn.D.17.307
•de pers. inquieto, que se mueve sin cesar Nonn.Par.Eu.Io.20.10, βίοτος Nonn.D.3.298.