διακατελέγχομαι
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
Med.,
A confute thoroughly, τισί Act.Ap.18.28.
German (Pape)
[Seite 581] gänzlich widerlegen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διακατελέγχομαι: μέσ., ἐντελῶς ἀναιρῶ, ἀνασκευάζω, τινι, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 28.
French (Bailly abrégé)
réfuter victorieusement.
Étymologie: διά, κατελέγχω.
Spanish (DGE)
refutar por completo, rebatir τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ Act.Ap.18.28, en v. pas. διακατελεγχόμενος ὑπὸ τῶν ἐμῶν ὑποθηκῶν Felix III Ep.P.p.14.9.