κατελέγχω
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
A convict of falsehood, belie, σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος Hes.Op.714, cf. Tyrt.10.9 (tm.); ἔργῳ οὐ κατ' εἶδος ἐλέγχων Pi. O.8.19:—Pass., ὑπό τινος PSI4.442.20.
II disgrace, Pi.P.8.36; ἀνδρῶν ἀρετάν Id.I.3.14.
III betray, ὑλακῇ τινας, of dogs, Poll. 5.42.
German (Pape)
[Seite 1394] (s. ἐλέγχω), verstärktes simplex, überführen; οὐ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος, dein Aeußeres strafe dein Inneres nicht Lügen, laß deine Gebehrden u. Worte mit deiner Gesinnung nicht im Widerspruch stehen, Hes. O. 716; ἀνδρῶν ἀρετάν Pind. I. 3, 14, vgl. P. 8, 37; – anzeigen, verrathen, Poll. 5, 42.
French (Bailly abrégé)
1 démentir, réfuter;
2 déshonorer.
Étymologie: κατά, ἐλέγχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ελέγχω weerleggen, tegenspreken:. σὲ δὲ μή τι νόος κατελεγχέτω εἶδος laat je gedachte niet in strijd zijn met jouw houding Hes. Op. 714. te schande maken:. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελεγχεις u maakt Theognetus niet te schande in Olympia Pind. P. 8.36.
Russian (Dvoretsky)
κατελέγχω:
1 изобличать во лжи, разоблачать: μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος Hes. пусть (внешний) вид не противоречит мыслям;
2 порочить, позорить (ἀνδρῶν ἀρετάν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κατελέγχω: μέλλ. -γξω, λίαν ἐλέγχω ἢ κατὰ πρόσωπον, ἀποδεικνύω ψευδόμενον, διαψεύδω, σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος, τὸ εἶδός σου, ἐξωτερικόν σου (λόγοι καὶ σχήματα) νὰ μὴ εἶνε εἰς ἀντίφασιν πρὸς τὰ νοήματά σου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 712, πρβλ. Τυρταῖ. 7. 9. ΙΙ. καταισχύνω, Πινδ. Ο. 8. 25, ΙΙ. 8. 50· ἀνδρῶν ἀρετὰν οὐ κ. Ι. 3. 22. ΙΙΙ. προδίδω, κατήλεγξαν (οἱ κύνες) τῇ ὑλακῇ τοὺς φονεύσαντας Πολυδ. Ε΄, 42.
English (Slater)
κατελέγχω (always negatived, in litotes.) belie, dishonour ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν (O. 8.19) Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον (P. 8.36) ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (I. 3.14) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
Greek Monolingual
κατελέγχω (Α)
1. αποδεικνύω κάτι ως ψεύτικο, διαψεύδω («σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος» — η μορφή σου να μη διαψεύδει καθόλου τον εσωτερικό σου κόσμο, Ησίοδ.)
2. ατιμάζω, καταισχύνω («ἀνδρὼν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγ
χει», Πίνδ.)
3. προδίδω, φανερώνω («κατήλεγξαν τῇ ὑλακῇ τοὺς φονεύσαντας», Πολυδ.).
Greek Monotonic
κατελέγχω: μέλ. -γξω,
I. καταδικάζω για απάτη, διαψεύδω, σε Ησίοδ.
II. ντροπιάζω, σε Πίνδ.
Middle Liddell
fut. γξω
I. to convict of falsehood, to belie, Hes.
II. to disgrace, Pind.