ἀποτορνεύω

From LSJ
Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτορνεύω Medium diacritics: ἀποτορνεύω Low diacritics: αποτορνεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: apotorneúō Transliteration B: apotorneuō Transliteration C: apotorneyo Beta Code: a)potorneu/w

English (LSJ)

   A round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.

German (Pape)

[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.

French (Bailly abrégé)

travailler sur le tour, arrondir.
Étymologie: ἀπό, τορνεύω.

Spanish (DGE)

1 tornear, conformar fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.VS 537, cf. Iul.Or.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e, cf. Hermog.Id.1.12 p.297, Longin.Rh.p.189
en gener. tornear, conformar, crear νῆσον Philostr.Her.71.15, cf. en v. pas. Procop.Aed.1.11.18, Meth.Symp.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.Fr.4 (p.143).
2 contornear, circundar τὴν ἤπειρον Philostr.VA 1.20.