ἐκλείχω

From LSJ
Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλείχω Medium diacritics: ἐκλείχω Low diacritics: εκλείχω Capitals: ΕΚΛΕΙΧΩ
Transliteration A: ekleíchō Transliteration B: ekleichō Transliteration C: ekleicho Beta Code: e)klei/xw

English (LSJ)

   A lick up, of taking honey, Hp.Acut.56, cf.Ph.1.458,527: —Pass., to be taken as an ἐκλεικτόν, Dsc.1.72,2.158.

German (Pape)

[Seite 767] aus-, auflecken, LXX., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλείχω: λείχω ἔκ τινος, ἀπολείχω, ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· κατατρώγω, καταβιβρώσκω, «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς ἐκλεικτόν, ἐκλειχομένη κυάθου πλῆθος μετὰ μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐγλ- Suppl.Mag.75.3
1 lamer, chupar μέλι Hp.Acut.56, ref. a la toma de medicamentos en electuario, Hp.Acut.(Sp.) 64, PSI Medic.3.16, 19, en v. pas., Dsc.1.72, 2.158
en textos mág. lamer, pasar la lengua por un escrito o fórmula mág. para succionar su poder ϊ εε οο ϊαϊ. τοῦτο ἔκλειχε PMag.4.788, τὸ ὄνομα PMag.7.523, cf. 13.1051, Suppl.Mag.l.c.
2 fig. lamer del todo, consumir, arrasar νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡς ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου LXX Nu.22.4, τὸ πρόσωπον τῆς γῆς LXX Iu.7.4, en v. pas. LXX Ep.Ie.19.3.
3 chupetear con deleite como etim. alegór. de Ἀμαλήκ: λαὸς ἐκλείχων ‘pueblo entregado al deleite’, Ph.1.458, 527.