διεγγύησις
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
εως, ἡ,
A giving bail or security, D.24.73, IG11(2).287A136 (Delos, iii B. C.), D.Chr.11.18 (pl.). II giving bail for production, τοῦ σώματος D.H.11.32.
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, das Verbürgen, Dem. 24, 73; nach Harpocr. κατάστασις τῶν ἐγγυητῶν; Verpfändung, Dion. Hal. 11, 32, τοῦ σώματος.
Greek (Liddell-Scott)
διεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις, ἡ δι’ αὐτῆς ἀπαλλαγή, Δημ. 724. 6, ἴδε Att. Process. σ. 521. ΙΙ. ὑπόσχεσις, Διον. Ἁλ. 11. 32.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 délivrance d’une caution;
2 rachat, libération.
Étymologie: διεγγυάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fianza, aval, garantía por condenados en juicio, D.24.73, SB 9798.14 (III a.C.), τὰς διενγυήσεις τῶν ἐπικλήτων TAM 2.508.24 (Pinara I a.C.) en Bull.Epigr.1944.171, δ. τῶν εἰς δουλείαν ἀγομένων D.H.11.31, cf. 32, 46, D.Chr.11.18, Hsch., en arrendamientos y otras transacciones τὰ σύμβολα τῆς διεγγυήσεως UPZ 112.3.6 (III a.C.), cf. IG 11(2).287A.136 (Delos III a.C.), PLille 59.52, PPetr.3.58(e).1.1 (ambos III a.C.), UPZ 217.9 (II a.C.), πέτευρον τᾷ ἱερᾷ συγγραφῇ καὶ τὰς διεγγυήσεσι τῶν τεμενῶν ID 372A.103, cf. 338Aa.19, 354.61, IG 11(2).287A.42 (todas III a.C.).