ἀμάρυγμα

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάρυγμα Medium diacritics: ἀμάρυγμα Low diacritics: αμάρυγμα Capitals: ΑΜΑΡΥΓΜΑ
Transliteration A: amárygma Transliteration B: amarygma Transliteration C: amarygma Beta Code: a)ma/rugma

English (LSJ)

Aeol. ἀμάρυχμα, ατος, τό,

   A sparkle, twinkle, ἀ. λάμπρον προσώπω flashing, radiant glance, Sapph.Supp.5.18, cf. A.R.3.288; of changing colour, and light, AP5.258 (Paul. Sil.); διδύμης ἀ. χροιῆς, of gems, Tryph.71, etc.; of any quick, light motion, Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα with the flashing steps of Graces, Hes.Fr.21,94; of wrestling, ἀ. πάλας B.8.36; ἀ. χείλεος quivering of the lip, Theoc. 23.7: metaph., τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP7.343.

German (Pape)

[Seite 117] τό, leichte, anmuthige Bewegung, χαρίτων Hes. frg. 160; vielleicht auch von dem Glanz der Augen, wie ἡλίου Ap. Rh. 4, 847; ἀμαρύγματα βάλλειν ἐπί τινα 3, 288; χείλεος, Zucken der Lippe, Theocr. 23, 7. Uebertr., ἀρετῶν ἀμαρύγματα φέρειν Ep. ad. 690 (VII, 343).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάρυγμα: -ατος, τό, = λάμψις, σπινθηροβόλησις, ῥιπή, περὶ ὀφθαλμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 288· ἐπὶ μεταβολῆς χρώματος καὶ φωτός, Ἀνθ. Π. 5. 259, κτλ.: ἐπὶ πάσης ταχείας καὶ ἐλαφρᾶς κινήσεως, Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα, ἔχουσα τὴν αἴγλην τῆς κινήσεως τῶν Χαρίτων, Ἡσ. Ἀποσπ. 225· ἀμ. χείλεος, παλμώδης κίνησις τοῦ χείλους, Θεόκρ. 23. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 éclair, vif éclat (des yeux, des lèvres) ; fig. éclat;
2 mouvement vif et gracieux.
Étymologie: ἀμαρύσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): eol. ἀμάρυχμα Sapph.16.18

• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
1 destello, centelleo, resplandor de ojos o rostro ἀ. λάμπρον ... προσώπω Sapph.l.c., βλεφάρων Nonn.D.7.249, ἀ. χείλεος de la sonrisa, Theoc.23.7, ῥοδέης δ' ἀμάρυγμα παρειῆς resplandor de tu mejilla de rosa, AP 5.259 (Paul.Sil.), βάλλεν ἐπ' Αἰσονίδην ἀμαρύγματα (Medea) lanzaba al Esónida fulgentes miradas A.R.3.288, προσώπων Synes.Hymn.9.28, cf. Hsch.
de cosas brillo, resplandor διδύμης ἀμαρύγματι χροιῆς de unos ojos hechos de piedras preciosas, Triph.71, ἀμαρύγματα φαιδρὰ πεδίλων Nonn.D.2.596
fig. resplandor τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP 7.343.
2 centelleo, viveza de un mov. rápido Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα Hes.Fr.73.3, ἀ. πάλας B.9.36.