ἀμφιλαχαίνω
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
English (LSJ)
A dig, hoe round, φυτὸν ἀμφελάχαινεν Od.24.242.
German (Pape)
[Seite 140] umgraben, umhacken, φυτόν Od. 24, 242.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλαχαίνω: περισκάπτω ἢ διὰ τῆς σκαπάνης περικαθαίρω, «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἀμφελάχαινεν;
bêcher autour.
Étymologie: ἀμφί, λαχαίνω.
English (Autenrieth)
dig about; φυτόν, Od. 24.242†.
Spanish (DGE)
(ἀμφιλᾰχαίνω) escarbar alrededor de φυτόν Od.24.242.