ἀνέτοιμος
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ον,
A unready, not ready, Plb.12.20.6, D.S.12.41, J.Vit. 22; εἴς τι APl.4.242 (Eryc.). Adv. -ως, ἔχειν πρός τι App.Mith. 12. 2 out of reach, unattainable, ἀνέτοιμα διώκειν Hes.Fr.219.
German (Pape)
[Seite 226] nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέτοιμος: -ον, ὁ μὴ ἕτοιμος, Πολύβ. 12. 20, 6. Διόδ. 12. 41˙ εἴς τι Ἀνθ. Πλαν. 242: ― ὁ μὴ ὢν ἐν χερσὶν ἢ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τινός, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπών, ἀνέτοιμα διώκει, «ἀφίνει τὰ ἥμερα καὶ ζητεῖ τὰ ἄγρια» (Ἡσ.;) παρὰ Πλουτ. 2. 505D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalcanzable τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.Fr.61.
2 no preparado, no dispuesto de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. AP 16.242 (Eryc.).
II adv. -ως sin estar preparado ἀ. ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.Mith.12.