ἀργυροταμίας
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
ου, ὁ,
A treasurer of a city, IG22.1100,IGRom.4.774,775 (Apamea), etc.; of a club, PLond. 3.1178.74 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροταμίας: -ου, ὁ, ἄρχων ἐπὶ τῶν φόρων ἐν Ἀθήναις κατὰ τὸ ὑπὸ τοὺς αὐτοκράτορας πολίτευμα, Συλλογ. Ἐπιγρ. 354, 355. 12· ὡσαύτως καὶ ἀλλαχοῦ 2782, 3631, 3773, κ. ἀλλ.― Ἐντεῦθεν, ἀργυροταμεία, ἡ, ἀντὶ -ταμιεία, ταμεῖον, 2787, 2817: ― καὶ -ταμιεύω, 2930, ἀργυροταμιεῖον, τό, ταμεῖον, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [gen. -ταμία SB 11159.27 (II d.C.)]
tesorero de una ciudad IG 22.1100.66 (II d.C.), IEphesos 3251.15, CRIA 168.17 (II d.C.), POxy.2127.1, 5 (II d.C.), IGBulg.3.1707.18 (III d.C.), τῆ[ς φιλοσεβάστου γερο] υσίας Sardis 48.7 (II d.C.), τῆς ἱερᾶς συνόδου PLond.1178.74 (II d.C.), (τοῦ ἱεροῦ) SB l.c., τῶν βουλευτικῶν χρημάτων TAM 4(1).262.3, τῶν φυλάρχων TAM 4(1).42.11.