ἀργυροταμίας

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροτᾰμίας Medium diacritics: ἀργυροταμίας Low diacritics: αργυροταμίας Capitals: ΑΡΓΥΡΟΤΑΜΙΑΣ
Transliteration A: argyrotamías Transliteration B: argyrotamias Transliteration C: argyrotamias Beta Code: a)rgurotami/as

English (LSJ)

ἀργυροταμίου, ὁ, treasurer of a city, IG22.1100,IGRom.4.774,775 (Apamea), etc.; of a club, PLond. 3.1178.74 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

ἀργυροταμίου, ὁ
• Morfología: [gen. ἀργυροταμία SB 11159.27 (II d.C.)]
tesorero de una ciudad IG 22.1100.66 (II d.C.), IEphesos 3251.15, CRIA 168.17 (II d.C.), POxy.2127.1, 5 (II d.C.), IGBulg.3.1707.18 (III d.C.), τῆ[ς φιλοσεβάστου γερο] υσίας Sardis 48.7 (II d.C.), τῆς ἱερᾶς συνόδου PLond.1178.74 (II d.C.), (τοῦ ἱεροῦ) SB l.c., τῶν βουλευτικῶν χρημάτων TAM 4(1).262.3, τῶν φυλάρχων TAM 4(1).42.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροταμίας: ἀργυροταμίου, ὁ, ἄρχων ἐπὶ τῶν φόρων ἐν Ἀθήναις κατὰ τὸ ὑπὸ τοὺς αὐτοκράτορας πολίτευμα, Συλλογ. Ἐπιγρ. 354, 355. 12· ὡσαύτως καὶ ἀλλαχοῦ 2782, 3631, 3773, κ. ἀλλ.― Ἐντεῦθεν, ἀργυροταμεία, ἡ, ἀντὶ ἀργυροταμιεία, ἀργυροταμεῖον, 2787, 2817: ― καὶ ἀργυροταμιεύω, 2930, ἀργυροταμιεῖον, τό, ταμεῖον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἀργυροταμίας, ο (Α)
αξιωματοῦχος υπεύθυνος για τη φορολογία σε διάφορες ελληνικές πόλεις κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

German (Pape)

ὁ, Behörde beim Steuerwesen in Athen unter den Kaisern, Böckh Staatsh. II p. 72.