ἀστατέω
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
A to be never at rest, πόλοιο φορὰν . . -έουσαν App.Anth.3.146.4 (Theon); of the sea, Plu.Crass.17; βλέμμα ἀστατοῦν Hippiatr. 3. 2 to be unsettled, to be a wanderer, 1 Ep.Cor.4.11; to be inconstant, περὶ τοὺς γάμους Vett.Val.116.30.
German (Pape)
[Seite 374] unstät sein, schwanken, ἀστατοῦσα πόλου φορά Theo. Al. 4 (App. 39).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰτέω: εἶμαι ἄστατος, οὐδέποτε ἡσυχάζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être agité, n’être jamais en repos;
2 être errant, vagabond.
Étymologie: ἄστατος.
Spanish (DGE)
(ἀστᾰτέω) 1 no permanecer quieto πόλοιο φορὰν ... ἀστατέουσαν App.Anth.3.146 (Theo), ἡ θαλάσση Plu.Crass.17
•moverse los dientes, Gal.14.427
•andar errante 1Ep.Cor.4.11, Aq.Is.58.7.
2 fig. ser inconstante περὶ τοὺς γάμους Vett.Val.111.10.