ἀσχιδής
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ές, (σχίζω)
A uncloven, undivided, ἰσχάδες Arist.Pr.930b33; of animals, ἀσχιδῆ οἷον τὰ μώνυχα Id.HA499b11, cf. PA42b29; φύλλα Thphr.HP3.10.1.
German (Pape)
[Seite 382] ές, ungespalten, Arist. H. A. 2, 1. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ μὴ σχιστός, ἄσχιστος, ἰσχάδες Ἀριστ. Προβλ. 22, 9· ἐπὶ ζῴων, τὸ μὴ δίχαλον, ἀσχιδῆ, οἷον τὰ μώνυχα ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 30, πρβλ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -δῶς Εὐστ. Πονημάτ. 49. 14.
Spanish (DGE)
-ές
de cosas no partido ἰσχάδες Arist.Pr.930b33
•no hendido de las pezuñas de algunos animales ἀσχιδῆ, οἷον τὰ μώνυχα Arist.HA 499b11, cf. PA 642b29, φύλλον Thphr.HP 3.10.1.