αὐτόγυος

From LSJ
Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόγῠος Medium diacritics: αὐτόγυος Low diacritics: αυτόγυος Capitals: ΑΥΤΟΓΥΟΣ
Transliteration A: autógyos Transliteration B: autogyos Transliteration C: aftogyos Beta Code: au)to/guos

English (LSJ)

ον, ἄροτρον αὐ. a plough

   A whose γύης is of one piece with the ἔλυμα and ἱστοβοεύς, not fitted together (πηκτόν), Hes.Op.433, A.R.3.232, 1285.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόγυος: -ον, αὐτόγυον ἄροτρον, «μονόξυλον ἀλέτρι», δοιὰ δὲ θέσθαι ἄροτρα ... αὐτόγυον καὶ πηκτόν, «εἰ μὲν οὖν ἓν ξύλον ᾖ τὸ ὅλον ὁ γύης μέχρι τοῦ ζυγοῦ ἀπὸ τοῦ ἐλύματος, καλεῖται τὸ ἄροτρον αὐτόγιον˙ ἐὰν δὲ μικρότερος ᾖ τῆς χρείας ὁ γύης, ἐνσφηνοῦται τὸ ἕτερον αὐτῷ ξύλον τὸ συνάπτον αὐτὸν καὶ τὸν ζυγόν, καὶ καλεῖται τὸ μὲν ὅλον πηκτόν, τὸ δὲ ἐνσφηνωθὲν ἱστοβοεύς», (Πρόκλ. Σχόλ.) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 232, 1285, ἴδε τὰς λέξεις γύης, ἔλυμα καὶ ἱστοβοεύς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(charrue) dont le soc fait corps ou est d’une seule pièce avec le reste, càd avec l’ἔλυμα et l’ἱστοβοεύς.
Étymologie: αὐτός, γύης.

Spanish (DGE)

-ον
cuya cama forma una sola pieza con el timón, ἄροτρον Hes.Op.433, A.R.3.232, 1285.