βαρύμισθος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A largely paid, grasping, AP5.1.
German (Pape)
[Seite 434] schweren Lohn nehmend, theuer, Ep. ad. 56 (V, 2).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύμισθος: -ον, ὁ βαρέως πληρωνόμενος, ἄπληστος, πλεονέκτης, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un prix lourd.
Étymologie: βαρύς, μισθός.
Spanish (DGE)
(βᾰρύμισθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de precio alto, caro τὴν καταφλειξίπολιν Σθενελαΐδα τὴν βαρύμισθον AP 5.2.