δέησις

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέησις Medium diacritics: δέησις Low diacritics: δέησις Capitals: ΔΕΗΣΙΣ
Transliteration A: déēsis Transliteration B: deēsis Transliteration C: deisis Beta Code: de/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A entreaty, Lys.2.15 (pl.), Isoc.8.138 (pl.), Pl.Ep.329d (pl.), etc.; δέομαι δ' ὑμῶν . . δικαίαν δέησιν D.29.4; δεήσεις ποιεῖσθαι Ev.Luc. 5.33, cf. Wilcken Chr.41 ii 12 (iii A.D.).    2 written petition, CPHerm.6.10, J.BJ7.5.2, Ph.2.586, PGen.16.10 (iii A.D.).    II want, need, Antipho Soph.11; ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Pl.Erx.405e; κατὰ τὰς δεήσεις according to their needs, Arist.Pol.1257a23; δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Id.Rh.1385a22.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, das Bitten, die Bitte, Plat. Conv. 183 a; ὁσιωτάτην δέησιν δεόμενος Isaeus 9, 34; δέομαι ὑμῶν δικαίαν δέησιν Demosth. 29, 4; vgl. Plutarch. Tib. Graech. 6 Timol. 5, – das Fragen, die Frage, Plat. Parm. 126 a und Folgende. – Das Bedürfen, Bedürfniß, Plat. Eryx. 405 e; vgl. Arist. rhet. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δέησις: -εως,ἡ,(δέομαι) παράκλησις, τὸ παρακαλεῖν ,ἱκετεύειν ,Ἰσοκρ. 186D,Ἐπ. Πλάτ. 329D,κτλ.·-προσευχή, ἱκετεία,Λυσ. 145.19· δέομαι δ'ὑμῶν…δικαίαν δέησιν Δημ. 845.27·δέησιν ποιεῖσθαι Εὐαγγ.κ. Λουκ. ε', 33,κτλ. ΙΙ.ἀνάγκη, χρεία, ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε· κατά τὰς δεήσεις, κατὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῶν , Ἀριστ. Πολ. 1.9,5· δεήσεις εἰσίν αἱ ὀρέξεις ὁ αὐτ. Ρητ. 2.7,2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 besoin;
2 demande, prière.
Étymologie: δέω².

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 carencia, necesidad ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Pl.Erx.405e, κατὰ τὰς δεήσεις según las necesidades Arist.Pol.1257a23, δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Arist.Rh.1385a21, cf. Antipho Soph.B 11, Plot.6.7.33.
2 petición, súplica, ruego τὰς δὲ τῶν τυράννων δεήσεις ἴσμεν ὅτι μεμειγμέναι ἀνάγκαις εἰσίν Pl.Ep.329d, cf. Prm.126a, τὰς τούτων δεήσεις περὶ ἐλάττονος <τῶν νόμων> ποιούμενοι posponiendo sus ruegos a las leyes Lys.15.11, εἰσηκούσθη ἡ δέησίς μου LXX Si.51.11, Ps.5.3, 140.1, cf. Charito 2.10.3, 7.6.9, δεήσεσιν ἐρωτικαῖς τοῦ παιδὸς μαλαχθείς ablandándose con las amorosas súplicas de su hijo Plu.2.807f, cf. Luc.DMort.28.1, σὲ βοηθὸν αἱ ἐμαὶ δεήσεις καλοῦσιν Luc.Am.19, cf. D.C.53.5.3, Vett.Val.219.26, Ach.Tat.3.10.2, Manes 58.19, IEphesos 1352.11 (V d.C.)
como ac. int. δέομαι δ' ὑμῶν ... δικαίαν δέησιν D.29.4
c. verb. que indican ‘presentar’, ‘elevar’, etc. γραφὴ δὲ μηνύσει μου τὴν δέησιν Ph.2.586, cf. I.BI 7.103, ἀναφέρειν δέησιν Ep.Barn.12.7a, δεήσεις ... προσφέρειν Charito 7.6.9, Longus 2.33.1, PGen.16.10 (III d.C.), δεήσεις ἀποδιδόναι CChalc.(451) Act.9, δεήσεις πρὸς τὴν βασιλείαν ἐκπέμπειν Iust.Nou.6.2, εὐχὰς καὶ δεήσεις ἀναπέμπω πρὸς τὸν Θεόν μου PGrenf.1.61.8 (VI d.C.)
δέησιν o δεήσεις ποιεῖσθαι suplicar, rogar Isoc.8.138, BGU 180.17 (II/III d.C.), CPHerm.6.1, Wilcken Chr.41.2.12 (ambos III d.C.), c. gen. obj. τοῦ Πόλλιδος ἐποιήσατο δέησιν Plu.Dio 5
en plu. preces, oraciones expresadas verbalmente δεήσεις ποιεῖσθαι Eu.Luc.5.33, cf. Clem.Al.Strom.6.12.101.

• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.