διαλιμπάνω
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
A = διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.
German (Pape)
[Seite 587] = διαλείπω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).
Spanish (DGE)
1 dejar un intervalo ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12
•fig. dejar descansar, dar tregua μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar LXX To.10.7, οὐ διαλιμπάνω κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνω Eus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.Serm.M.86.437A.