διατορνεύω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A round off, Lib.Descr.30.6.
German (Pape)
[Seite 607] = simpl. τορνεύω; Liban.; Plut. adv. St. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διατορνεύω: ἐξεργάζομαί τι διὰ τοῦ τόρνου, Λιβάν. 4. 1071.
French (Bailly abrégé)
fabriquer au tour, tourner.
Étymologie: διά, τορνεύω.
Spanish (DGE)
1 contornear ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.Descr.30.14.
2 tornear λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.Ep.Fest.11.7.