διεχής
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ές,
A discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.
Greek (Liddell-Scott)
διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.
Spanish (DGE)
-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
•subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.