Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεχής

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεχής Medium diacritics: διεχής Low diacritics: διεχής Capitals: ΔΙΕΧΗΣ
Transliteration A: diechḗs Transliteration B: diechēs Transliteration C: diechis Beta Code: diexh/s

English (LSJ)

διεχές, discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.

Spanish (DGE)

-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.

German (Pape)

ές, auseinander gehalten, getrennt, Gegensatz συνεχής, Plut. Consol. Apoll. p. 353.

Russian (Dvoretsky)

διεχής: разделенный, раздельный, обособленный (ἀγαθὰ διεχῆ τε καὶ δυσκόλως συνερχόμενα πρὸς αὐτοῖς Plut.): μὴ δ. Plut. непрерывный, сплошной.

Greek (Liddell-Scott)

διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.

Greek Monolingual

διεχής, -ές (Α)
ξεχωρισμένος, ασυνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -εχής < έχω (πρβλ. συνεχής, προσεχής)].