δόνημα
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
ατος, τό,
A agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.
German (Pape)
[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.