ἑλικώδης
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ες,
A = ἑλικοειδής, Plu.2.648f, Nonn.D.1.370.
German (Pape)
[Seite 797] ες, = ἑλικοειδής; Plut. Symp. 3, 2, 1; Nonn. D. 1, 370 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικώδης: -ες, = ἑλικοειδής, Πλούτ. 2. 648F, Νόνν. Δ. 1. 370, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. ἑλικοειδής.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκώδης) -ες
• Morfología: [formas no contr.: ac. -εα Nonn.D.15.46; dat. -εϊ Nonn.D.2.616, Paul.Sil.Soph.656; plu. ac. -εας Nonn.D.2.616]
1 retorcido, sinuoso κισσός Nonn.D.7.327, ἑ. μορφή de un dragón, Nonn.D.4.418, de la cola de la Osa Mayor, Sch.Arat.35
•subst. τὸ ἑ. de la hiedra, Plu.2.648e
•rizado βόστρυχα Nonn.D.16.15, cf. 23.201.
2 que forma espirales, retorcido, de donde trenzado ἄντυγες ἄστρων Nonn.D.1.370
•que se mueve en círculo, que gira ἐχόρευε ... ἑλικώδεϊ τάρσῳ Nonn.D.19.198, δονέων ἑλικώδεα κύκλον ἀκάνθης de un monstruo, Nonn.D.18.277, del movimiento de la luna en el zodiaco, Nonn.D.6.245.
3 que rodea, que ciñe ἑλικώδεϊ δεσμῷ Nonn.D.1.370.