estúpido
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Spanish > Greek
βαυκός, βληχώδης, ἔμβαρος, ἐνεόφρων, ἐμπληκταδοῦς, ἔμπληκτος, ἀφυής, ἐμβρόντητος, βαιτών, βλακικός, ἀσύνετος, ἄφρων, ἀναίσθητος, γράσων, βλεννός, βουκόρυζος, ἐνεός, ἀκάρδιος, ἀπόπληκτος, δύσνοος, ἄκεντρος