ἄκεντρος
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ἄκεντρον, stingless, without a sting, without sting, κηφῆνες Pl.R.552c, 564b; without spur, of a cock, Clyt.1; without thorns, βάτος Ph.2.91.
2. not responding to the spur, of horses, Hippiatr.105: metaph., of style, pointless, Longin.21.2.
II. not occupying a cardinal point, Man.5.108, Vett.Val.89.30.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin aguijón de los zánganos, Pl.R.552c, 564b, Arist.HA 553b11
•sin espolones de un gallo σκέλη ἄ. Clytus 1
•sin pinchos de una zarza, Ph.2.91
•metáf., Gr.Naz.Mul.Orn.95.
2 fig. sin energía, sin garra del estilo, Longin.21.2
•torpe, estúpido Origenes M.11.388A.
3 astr. que no está en un punto cardinal Man.5.108, Vett.Val.85.27.
4 que no obedece a la aguijada de un caballo Hippiatr.104.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. sans pointe :
1 sans aiguillon;
2 sans éperon;
3 sans piquant, sans épine;
4 qui ne connaît pas l'aiguillon, sans force, sans énergie;
II. non central.
Étymologie: ἀ, κέντρον.
German (Pape)
[Seite 70] 1) ohne Stachel, Plat. Rep. VIII, 552 c; ohne Sporn, von Vögeln, im Vergleich mit Hähnen, Athen. XIV, 655 e; dah. matt, Longin. – 2) nicht im Centrum, Man. 5, 108.
Russian (Dvoretsky)
ἄκεντρος: не имеющий жала (κηφῆνες Plat., sc. ζῷον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκεντρος: -ον, μὴ ἔχων κέντρον, κηφῆνες, Πλάτ. Πολ. 552C, 564B: ― ἄνευ τοῦ τῶν ποδῶν κέντρου, ἐπὶ ἀλέκτορος, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E: ― ἄνευ ἀκανθῶν, βάτος, Φίλων 1. 91. 2) ἄνευ δυνάμεως ἢ δραστηριότητος, Λατ. aculei expers, Λογγῖν. 21. ΙΙ. οὐχὶ κεντρικός, Μανέθ. 5. 108.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκεντρος, -ον)
αυτός που δεν έχει κεντρί
«κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα του σπιρουνιού (Ιππιατρ. 105)
νεοελλ.
ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστος
αρχ.
1. λόγος που δεν έχει «κέντρον», δεν έχει δύναμη, πλαδαρός (Λογγίν. 21)
2. αυτός που δεν αντιδρά στο κέντρισμα, ο ανόητος (Ωριγ. 1, 388a)
3. όποιος δεν κατέχει το κέντρο, δεν είναι κεντρικός (Μανέθων, 5, 108).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέντρον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεντρότης].
Greek Monotonic
ἄκεντρος: -ον (κέντρον), αυτός που δεν έχει κεντρί, σε Πλάτ.