σῖγα
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
Adv., (σιγή)
A silently, used in Trag. (and late Ep., A.R.1.267), σῖγ' ἔχοντες S.Ph.258; σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε Id.El.1236; ἀλλὰ σ. πρόσμενε ib.1399; ἄκουε σ. Id.Fr.815; κάθησο σ. Ar.Ach.59: also as an exclam., σῖγα hush! be still! A.Ag.1344; so οὐ σ.; Id.Th.250; οὐ σῖγ' ἀνέξει; S.Aj.75; the public crier proclaiming silence said σ. πᾶς (sc. ἔστω), Ar.Ach.238, cf. E.Hec.532; σ. κηρῦξαι στρατῷ Id.Ph. 1224. 2 under one's breath, in a whisper, quietly, secretly (cf. σιγή 11), τὰ δὲ σ. τις βαΰζει A.Ag.449; σῖγ' ἐπέρχεται φάτις S.Ant.700; σ. σήμαινε Id.Ph.22; σ. μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Orph.A.702; πῶς αἱ πατρῷαί σ' ἄλοκες φέρειν . . σῖγ' ἐδυνάθησαν; S.OT1212.